- μαρκούτσι
- το кожаный рукав наргиле
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρκούτσι — το 1. η δερμάτινη καπνοσύρριγγα τού ναργιλέ 2. (κατ επέκτ.) κάθε μακρόστενο αντικείμενο 3. μαστίγιο, βούρδουλας 4. εξάρτημα, μαραφέτι 5. μτφ. πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marpus] … Dictionary of Greek
μαρκούτσι — το ιού (λ. τουρκ.), ο δερμάτινος σωλήνας του ναργιλέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
καπνοσύριγγα — ἡ 1. μικρός σωλήνας στην άκρη τού οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση, πίπα 2. σκεύος καπνίσματος που αποτελείται από μικρό κοίλωμα στο οποίο τοποθετείται και καίγεται ο καπνός… … Dictionary of Greek